χόδανος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1361] (von χέζω, κέχοδα), ὁ, der Steiß, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χόδᾰνος: ὁ, ἡ ἕδρα, ὁ πρωκτός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἕδρα, πρωκτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα χοδ- της ρίζας του ρ. χέζω, με επίθημα -ανος (πρβλ. στέφανος), και αντιστοιχεί ως προς τον σχηματισμό με το αρχ. ινδ. upa-hadana- «κόπρος, περίττωμα»].