τεκεκτόνος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
τεκεκτόνον, f.l. for τεκοκτόνος in Orph.L.315.
German (Pape)
[Seite 1082] zw. L. statt τεκοκεόνος, Orph. Lap. 10, 9; s. Lob. Phryn. 678.
Greek (Liddell-Scott)
τεκεκτόνος: -ον, πλημμ. γραφ. ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς ἀντὶ τεκοκτόνος, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 678, περὶ τῆς Μηδείας τῆς φονευσάσης τὰ ἑαυτῆς τέκνα.
Greek Monolingual
-ον, Α
(εσφ. γρφ.) αντί τεκοκτόνος.