ῥάστωρ
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
κρατήρ, Hsch. (cf. ῥαίστωρ). ῥατάναν· τορύνην, Id. (cf. βρατάναν, also ῥοταρία). ῥάτερος, α, ον, Dor. Comp. of ῥᾴδιος (q.v.). ῥατίζει· πρεσβεύει, Id. ῥατιχεύειν· καταρᾶσθαι, Id. ϝράτρα, Elean for ῥήτρα. ῥατῶνα· ῥεκτῆρα, σφαγέα, Hsch. ῥαυλόν: ἄγραυλον, ἄγροικον, Id.
German (Pape)
[Seite 835] ορος, ὁ (ῥαίνω), eine Art Becher, Hesych.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. ῥαίστωρ.