εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Full diacritics: κόριψ | Medium diacritics: κόριψ | Low diacritics: κόριψ | Capitals: ΚΟΡΙΨ |
Transliteration A: kórips | Transliteration B: korips | Transliteration C: korips | Beta Code: ko/riy |
νεανίσκος, Hsch.; cf. κόρος (B). κορκόδειλος, κορκόδριλλος, κορκοδρίλλιον, v. κροκόδιλος. κορκόδρυα· ὑδρόρυα, Id. κόρκορα, a bird (Perg.), Id. κόρκορος, v. κόρχορος.
κόριψ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) νεανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος σχηματισμός < κόρος + κατάλ. -ιψ].