συντεχνίτης
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
συντεχνίτου, ὁ, = σύντεχνος (fellow-craftsman, practising the same art, mate, fellow-workman), Glossaria, v.l. in Act. Ap. 19.25.
Greek (Liddell-Scott)
συντεχνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. συντεχνίτις, -ιδος, και συντεχνίτισσα, Ν
σύντεχνος, ομότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνίτης (< τέχνη)].
German (Pape)
[ῑ], ὁ, = σύντεχνος (?).