δουρικλυτός
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
δουρικλυτόν, = δουρικλειτός (famed for the spear), Il. 2.645, Od. 15.544, Archil. 3 ; dat. pl. δουρικλύτοις (sic) A. Pers. 85 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δουρῐκλῠτός) -όν
famoso por su lanza epít. de héroes homéricos Il.2.645, Od.15.544, etc., δεσπόται Εὐβοίης δουρικλυτοί Archil.9.5, de los griegos δουρικλυτοῖς ἀνδράσι A.Pers.85, de Euforbo αἰζηοῦ ποθέων δουρικλυτοῦ Orph.L.439, paród. del pez ἔλλοψ Matro SHell.534.69.
German (Pape)
[Seite 663] speerberühmt; bei Homer öfters von Kriegshelden, z. B. Iliad. 11, 401 Odyss. 15, 544; Apoll. Lex. Hom. p. 60, 1 Δουρικλυτός, ἀπὸ μέρους, κατὰ τὰς μάχας κλυτός; man könnte auch daran denken, getrennt δουρὶ κλυτός zu schreiben, s. Scholl. Herodian. Iliad. 10, 109; vgl. noch δουρικλειτός; – Archil. frg. 50; ἄνδρες Aesch. Pers. 85. wo δουρικλύτοις ἀνδράσι accentuirt wird; vgl. Buttm. Lexil. II p. 254.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
c. δουρικλειτός.
Étymologie: δόρυ, κλυτός.
Russian (Dvoretsky)
δουρικλῠτός: Hom., Archilochus ap. Plut. и δουρίκλυτος Aesch. = δουρικλειτός.