Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Full diacritics: θριγκώδης | Medium diacritics: θριγκώδης | Low diacritics: θριγκώδης | Capitals: ΘΡΙΓΚΩΔΗΣ |
Transliteration A: thrinkṓdēs | Transliteration B: thrinkōdēs | Transliteration C: thrigkodis | Beta Code: qrigkw/dhs |
ες, like a coping, Hsch. s.v. αἱμασιαί.
[Seite 1218] ες, einem θριγκός ähnlich, Hesych. αἱμασιά.
θριγκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θριγκῷ, Ἡσύχ. ἐν λ. αἱμασιά.
θριγκώδης, -ες (Α) θριγκός
όμοιος με θριγκό.