ἴχλα
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
κίχλα, Hsch. ἴχματα· ἴχνια, Id. (Perh. for ἴθματα.)
Greek (Liddell-Scott)
ἴχλα: «κίχλα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἴχλα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κίχλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. αποτελεί «γλώσσα» του Ησύχ. και συνδέεται πιθ. με τη λ. κίχλα «είδος θαλάσσιου ψαριού»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a sea-fish, = κίχλα, κίχλη (BCH 60, 28 [Boeotia IIa], H.); cf. ἰχάλη = ἐσκευασμένος ἰχθῦς. η κίχλη τὸ ὄρνεον. H. Cf. ἴχλα κίχλα H. Also ἴσλαι = κίχλαι Η. Nasalized κίγκλος
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Lacroix Mél. Boisacq 2, 52f. The variants show that the word is Pre-Greek.; Fur. 130, 297f, 379. On the initial κ- see Fur. 391
Frisk Etymology German
ἴχλα: {íkhla}
Grammar: f.
Meaning: N. eines Meerfisches, = κίχλα, κίχλη (BCH 60, 28 [Böotien IIa], H.); vgl. ἰχάλη = ἐσκευασμένος ἰχθῦς H.
Etymology : Unklar; vgl. Lacroix Mél. Boisacq 2, 52f.
Page 1,746