διέδην
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
Adv., (διΐημι) throughout, to the end, Hsch.
Spanish (DGE)
adv. hasta el fin, completamente Hsch.
German (Pape)
[Seite 617] (διίημι) durchgängig, διὰ τέλους, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
διέδην: ἐπίρρ. (διΐημι) πέρα καὶ πέρα, διὰ τέλους, μέχρι τέλους, Ἡσύχ.