κλαδοτομία
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ἡ, v. κλαδοτομέω, PHamb. 23.26 (v AD).
Greek Monolingual
κλαδοτομία, ἡ (Α) κλαδοτομώ
το κλάδεμα.