κλαδοτομία
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ἡ, v. κλαδοτομέω, PHamb. 23.26 (v AD).
Greek Monolingual
κλαδοτομία, ἡ (Α) κλαδοτομώ
το κλάδεμα.