λαχανάριον
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
τό, = holerarium, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 19] τό, dim. von λάχανον, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰχᾰνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λάχανον, olerarium, Γλωσσ.
Greek Monolingual
λαχανάριον, τὸ (Α)
μικρό λάχανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + κατάλ. -άριον (< λατ. κατάλ. olerarium)].