στάθεν
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
στᾰθέν, v. ἵστημι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. ao. Pass. de ἵστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάθεν poët. ind. aor. pass. 3 plur. van ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
στάθεν: дор. Pind. (= ἐστάθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
στάθεν: στᾰθέν, ἴδε ἐν λ. ἵστημι.
Greek Monotonic
στάθεν:I. ποιητ. αντί ἐστάθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἵστημι· αλλά,
II. στᾰθέν, μτχ. ουδ.