κῆχος

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῆχος Medium diacritics: κῆχος Low diacritics: κήχος Capitals: ΚΗΧΟΣ
Transliteration A: kē̂chos Transliteration B: kēchos Transliteration C: kichos Beta Code: kh=xos

English (LSJ)

(also κῆγχος Hsch., κηγχός A.D.Adv.184.9), only in phrase ποῖ κ.; which some Gramm. expl. by ποῖ γῆς; whither away? some by ποῖ δή; say whither? as, ποῖ κ.; Answ. εὐθὺς Σικελίας Ar.Fr. 656; ποῖ κ.; Answ. ἐγγὺς ἡμερῶν γε τεττάρων Pherecr.165.

German (Pape)

[Seite 1436] s. κῆγχος.

Russian (Dvoretsky)

κῆχος: adv.: только в выражении ποῖ κ.; - Εὐθὺ Σικελίας Arph. куда именно? - Прямо в Сицилию.

Greek (Liddell-Scott)

κῆχος: ἄγνωστόν τι μόριον (Ἰωνικὸν καθ’ ἃ λέγεται, Ἀπολλ. π. Ἐπιρρ. 596F) ἐν χρήσει ἐν τῇ φράσει ποῖ κῆχος,; ὅπερ Γραμμ. τινες ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ποῖ γῆς; «γιὰ ποῦ;», ἕτεροι διὰ τοῦ ποῖ δή; quo tandem? ὡς, ποῖ κῆχος; ― Ἀπόκρ. εὐθὺ Σικελίας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 527· ποῖ κῆχος; ― Ἀπόκρ. ἐγγὺς ἡμερῶν γε τεττάρων Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 33, ἔνθα ἴδε Meineke.

Greek Monolingual

κῆχος και κῆγχος ή κηγχός (Α)
(πάντοτε στη φρ.) «ποῖ κῆχος;» — σε ποιό τόπο; πού γης; για πού; (α. «ποῖ κῆχος;» - «εὐθύς Σικελίας», Αριστοφ.
β. «ποῖ κῆχος;» — «ἐγγύς ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: only in the question ποῖ κῆχος; acc. to some grammarians = ποῖ γῆς; acc. to others = ποῖ δή; (Ar. Fr. 656, Pherekr. 165).
Other forms: also κῆγχος, κηγχός
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymolog. The prenasaliztion shows the Pre-Greek character of the words.

Frisk Etymology German

κῆχος: {kē̃khos}
Forms: (κῆγχος, κηγχός)
Meaning: nur in der Frage ποῖ κῆχος; nach einigen Grammatiken = ποῖ γῆς; nach anderen = ποῖ δή; (Ar. Fr. 656, Pherekr. 165).
Etymology: Volkstümlicher Ausdruck ohne Etymologie.
Page 1,847