διαποίκιλος

From LSJ
Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαποίκῐλος Medium diacritics: διαποίκιλος Low diacritics: διαποίκιλος Capitals: ΔΙΑΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: diapoíkilos Transliteration B: diapoikilos Transliteration C: diapoikilos Beta Code: diapoi/kilos

English (LSJ)

διαποίκιλον,
A variegated, Hp.Coac.603; ἄκανθα δ. τὴν χρόαν Arist.Fr.269; δ. ῥάβδοις striated, Id.HA525a12; δ. ψῆφοι Str.5.2.6.
2 metaph., ἀοιδά Lyr.Alex.Adesp.20.6.
II of persons, clad in embroidered robes, Luc.Nec.12.

Spanish (DGE)

(διαποίκῐλος) -ον
abigarrado, de varios colores, διαχώρημα μέλασι διαποίκιλον excremento de varios tonos oscuros Hp.Coac.603, διαποίκιλος τὴν χρόαν de color variopinto Arist.Fr.269, τὰ πρανῆ ... ἔχει ὁ ἄρρην ... διαποίκιλα ῥάβδοις el macho tiene el dorso coloreado por estrías Arist.HA 525a12, εἰς τοὺς στρωματεῖς τοὺς διαποικίλους Thphr.HP 4.2.7, cf. Str.5.2.6, Luc.Nec.12, σφραγίς Ath.Askl.4.122 (III a.C.)
variado ἀοιδά Carm.Conu.34(c).4 (= Lyr.Alex.Adesp.20.6).

German (Pape)

[Seite 596] bunt, bunt untermengt; μέλασι δ., Hippocr.; vgl. Arist. H. A. 4, 1; Folgde; auch = mit bunten Kleidern versehen, Luc. Necyom. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu d'habits brodés.
Étymologie: διά, ποικίλος.

Greek (Liddell-Scott)

διαποίκῐλος: -ον, πεποικιλμένος, Ἱππ. Κωακ. 219· ἄκανθος δ. τὴν χρόαν Ἀριστ. Ἀποσπ. 253· δ. ῥάβδοις, ῥαβδωτός, αὐλακωτός, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 4. 1, 25.

Russian (Dvoretsky)

διαποίκῐλος:
1 пестрый, испещренный: δ. ῥάβδοις Arst. полосатый; δ. τὴν χρόαν Arst. разноцветный;
2 одетый в пестрое платье (πορφυροῦς τις ἢ δ. Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-ποίκιλος -ον versierd met bonte kleding.