κεραμευτικός
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
κεραμευτική, κεραμευτικόν, of a potter or for a potter, ὁ κεραμευτικὸς τροχός D.S.4.76, cf.S.E.M.10.93; ἀκολασία Luc.Am.11, etc.; ἡ κεραμευτικὴ τέχνη = the potter's art, pottery, D.S.19.1,2: without τέχνη, Poll. 7.161; τὰ κεραμευτικά = earthenware, PTeb.342.17 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1420] zum Töpfer gehörig; τροχός, Töpferscheibe, D. Sic. 4, 76; S. Emp. adv. phys. 2, 93; τέχνη, Töpferkunst, Poll. 7, 161.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμευτικός -ή -όν [κεραμεύς] pottenbakkers-.
Russian (Dvoretsky)
κεραμευτικός: гончарный (τροχός Diod., Sext.; τέχνη Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
κεραμευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κεραμέα, κερ. ῥύμη, = Κεραμεικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ὁ κ. τροχὸς Διόδ. 4. 76· ἀκολασία Λουκ. Ἔρωτ. 11, κτλ.· ― ἡ κεραμευτικὴ τέχνη, ἡ τοῦ κεραμέως τέχνη, Διόδ. 19. 1 καὶ 2· ἄνευ τοῦ τέχνη, Πολυδ. 7. 161. Ἐπίρρ. -κῶς, Ὠριγέν. τ. 3. σ. 241Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κεραμευτικός, -ή, -όν) κεραμευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμευτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του κεραμέα, η κεραμική
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεραμευτικά
πήλινα είδη, κεραμικά.
επίρρ...
κεραμευτικῶς (Α)
με τρόπο σχετικό με την κεραμευτική.
Translations
ceramic
Arabic Hijazi Arabic: سِرَميك, سيراميك; Armenian: կերամիկական, կավագործական, խեցեգործական; Azerbaijani: keramika; Basque: zeramika; Belarusian: керамічны; Bulgarian: керамичен; Catalan: ceràmic; Chinese Mandarin: 陶器; Czech: keramický; Esperanto: ceramika; Finnish: keraaminen; French: céramique; Friulian: ceramic; Galician: cerámico; German: keramisch; Ancient Greek: κεραμευτικός, κεραμικός; Hungarian: kerámia-; Ido: ceramikala; Irish: criaga; Italian: ceramico; Norman: céramique; Polish: ceramiczny; Portuguese: cerâmico; Romanian: ceramic; Russian: керамический; Spanish: cerámico; Turkish: seramik; Ukrainian: керамі́чний