προορατικός

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προορᾱτικός Medium diacritics: προορατικός Low diacritics: προορατικός Capitals: ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prooratikós Transliteration B: prooratikos Transliteration C: prooratikos Beta Code: prooratiko/s

English (LSJ)

προορατική, προορατικόν, quick at foreseeing, Arist.Div.Somn. 463b15; τῶν ἀδήλων Ph.2.176; ἧττον εἶ π. τῆς φύσεως Gal.UP5.8; τὸ π. μέρος τῆς τέχνης the predictive province of astrology, Id.19.530.

German (Pape)

[Seite 737] ή, όν, zum Voraussehen od. zur Vorsicht gehörig, Schol. Il. 10, 244 u. Sp., wie Philo.

Russian (Dvoretsky)

προορᾱτικός: способный предвидеть, прозорливый (ἄνθρωπος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

προορᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ταχὺς εἰς τὸ νὰ προΐδῃ τι, προβλεπτικός, Ἀριστ. π. Μαντικῆς 2. 2· τῶν ἀδήλων Φίλων 2. 176· τὸ πρ. μέρος τῆς τέχνης, τῆς ἰατρικῆς τὸ προληπτικὸν τῆς ἀσθενείας, Γαλην. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 302. 82.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προορατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προορῶ
αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει, ο προνοητικός
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προορατικόν
η ικανότητα πρόβλεψης
αρχ.
φρ. «τὸ προορατικὸν μέρος τῆς τέχνης» — η προφητική ικανότητα στην αστρολογία.
επίρρ...
προορατικῶς Μ
με προορατικότητα.