φαλακρότης
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A baldness on the crown, opp. ἀναφαλαντίασις (in front), Arist. HA518a28.
II smoothness, φ. κεφαλῆς of a bone, Hp. Mochl.41.
German (Pape)
[Seite 1253] ἡ, die Kahlheit, Kahlköpfigkeit, kahler Kopf, Glatze, ἡ κατὰ κορυφὴν λειότης Arist. H. A. 3, 11, während ἀναφαλαντίασις die Kahlköpfigkeit über der Stirn des Vorderkopfes bedeutet, Plut. Galb. 13.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
calvitie sur le haut de la tête.
Étymologie: φαλακρός.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλακρότης: -ητος, ἡ, γυμνότης κατὰ τὴν κορυφήν, Λατιν. calvities, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀναφαλαντίασις, ἡ κατὰ τὸ βρέγμα γυμνότης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 8. ΙΙ. λειότης, φ. τῆς κεφαλῆς, ἐπὶ ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 866, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 827.
Russian (Dvoretsky)
φᾰλακρότης: ητος ἡ плешивость, плешь Arst., Plut.