περιρρεπής

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρεπής Medium diacritics: περιρρεπής Low diacritics: περιρρεπής Capitals: ΠΕΡΙΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: perirrepḗs Transliteration B: perirrepēs Transliteration C: perirrepis Beta Code: perirreph/s

English (LSJ)

περιρρεπές, falling over on one side, opp. ἰσόρροπος, Hp.Art.50; αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίγνονται τῇ κύστει cause the organs to press on the bladder, Ruf.Ren.Ves.11.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρεπής: -ές, ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἀντίθετ. τῷ ἰσόρροπος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817.

Greek Monolingual

-ές, Α περιρρέπω
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα μέρος, αυτός που με την κλίση του ασκεί πίεση προς το ένα μέρος («αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίνονται τῇ κύστει», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιρρεπής -ές [περιρρέπω] omkrullend:. ἵνα μὴ περιρρεπὲς τὸ δέρμα τὸ περὶ τὰς πλευρὰς ᾖ, ἀλλ’ ἰσόρροπον opdat de huid rond de ribben niet omkrult, maar gelijkmatig blijft Hp. Art. 50.

German (Pape)

ές, sich auf eine Seite neigend, Sp.