μηνιεῖος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
α, ον, = μηνιαῖος, Eudox.Ars 15.17; μηνιεῖα, τά, monthly rations, UPZ112 ii 6, viii 11 (ii B.C.); μηνιεῖος (sc. λόγος) τοῦ λοιπογραφομένου σίτου PGoodsp.Cair.7.7 (ii B.C.).
Greek Monolingual
μηνιεῖος, -α, -ον (Α)
1. ο μηνιαίος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιεῖα
μηνιαία σιτηρέσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός + κατάλ. -ιεῖος (πρβλ. ταλαντιείος)].