ὑδατοειδής
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
ὑδατοειδές,
A like water, Arist.Col.793b30, Epicur.Ep.2p.49U.
II τὸ ὑ. the aqueous humour, of the eye, Gal.7.97.
German (Pape)
[Seite 1172] ές, = ὑδατώδης, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰτοειδής: (ῠ) водянистый (χρώματα Arst.): τὰ ὑδατοειδῆ Diog. L. водяные частицы.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδατοειδής: -ές, ὅμοιος ὕδατι, Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 3. 13, Διογ. Λ. 10. 106. ΙΙ. τὸ ὑδ., τὸ ὑδατῶδες ὑγρὸν τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, τό τε ὑδατοειδὲς καὶ τὸ ὑαλοειδὲς Γαλην. τόμ. 14. σ. 712, 11.
Greek Monolingual
-ές / ὑδατοειδής, -ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με νερό, υδατώδης
2. φρ. «υδατοειδές υγρό»
ανατ. το υδαρές αλκαλικό υγρό που καταλαμβάνει τον πρόσθιο και τον οπίσθιο θάλαμο του ματιού, εμπρός και πίσω από την ίριδα και μπρος από τον κρυσταλλοειδή φακό και το ακτινωτό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ὕδατος + -είδης. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. humeur aqueuse].