πρεσβευτικός
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
πρεσβευτική, πρεσβευτικόν, of or for an ambassador or embassy, ἀγῶνες, ἐξουσία, Plb.9.32.4, D.H.11.25; πομπεία οὐ π. Philostr.VS2.27.3. Adv. πρεσβευτικῶς Poll.4.26.
German (Pape)
[Seite 698] zum Gesandten oder zur Gesandtschaft gehörig; Pol. 9, 32, 4; ἐξουσία, Dion. Hal. 11, 25.
Russian (Dvoretsky)
πρεσβευτικός: посольский Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρεσβευτὴν ἢ εἰς πρεσβείαν, Πολύβ. 9. 32, 4, Διον. Ἁλ. 11. 25. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ. 26.
Greek Monolingual
-ἡ, -ὁ / πρεσβευτικός, -ή, -όν, ΝΑ πρεσβευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβευτή ή στην πρεσβεία (α. «πρεσβευτικό διάβημα» β. «πρεσβευτική διάσκεψη»
«κατά τοὺς πρεσβευτικοὺς ἀγώνας», Πολ.).
επίρρ...
πρεσβευτικώς / πρεσβευτικῶς ΝΑ
κατά τρόπο πρεσβευτικό.