δυσαποκατάστατος
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
δυσαποκατάστατον,
A hard to restore, M.Ant.11.8, Gal.14.792.
II hard to recover from, ὀργαί Phld.Ir.p.63 W.
Spanish (DGE)
-ον
1 de lo que es difícil restablecerse ὀργαὶ δυσαποκατάστατοι arrebatos de cólera difíciles de aplacar Phld.Ir.30.18.
2 difícil de recomponer χόνδρος ... δ. ... εἰς τὸ ἀρχαῖον σχῆμα Gal.14.792, <τὸ> ἀποχωροῦν M.Ant.11.8.
German (Pape)
[Seite 676] schwer wieder herzustellen; M. Ant. 11, 8; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαποκατάστᾰτος: -ον, δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, δυσεπανόρθωτος Μ. Ἀντων. 11. 8, Γαλην.· 2, 397.
Greek Monolingual
δυσαποκατάστατος, -ον (Α)
1. αυτός ο οποίος δύσκολα αποκαθίσταται
2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κάποιος.