ἰδιασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A peculiarity, Iamb.VP35.255.
2 particularity, ὁ τοῦ ἑνὸς ἀπεστενωμένος ἰ. Dam.Pr.28 bis.
German (Pape)
[Seite 1235] ὁ, Eigenthümlichkeit, Sonderbarkeit, Iambl.; auch ἰδίασις, ἡ, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιασμός: ὁ, (ἰδιάζω) ἴδιος τρόπος, ἰδιοτροπία, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 255.
Greek Monolingual
ἰδιασμός, ὁ (ΑΜ) ιδιάζω
το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, η ιδιομορφία.