φιλέρημος
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
φιλέρημον, fond of solitude, Hp.Ep.12, Lyr.Alex.Adesp.7.10, Ph.1.490,506, Corn.ND30, Orph.H.56.2, Vett.Val.43.14, AP5.8 (Rufin.), 9.373.
German (Pape)
[Seite 1276] die Einsamkeit liebend, gern allein, ἡ, Rufin. 25 (V, 9).
Russian (Dvoretsky)
φιλέρημος: любящий одиночество, нелюдимый Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέρημος: -ον, φίλος τῆς ἐρημίας, Ἱππ. σ. 1275. 37, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 2, Ἀνθ. Π. 5. 9., 9. 373, Φίλων, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλέρημος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την ερημιά, την μοναξιά (α. «και δεν έμεινε μήτε ένα κλωνάρι, φιλέρημο πουλάκι να καθίσει», Σολωμ.
β. «φιλέρημος γὰρ ἡ θεία σοφία», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔρημος].