τεοῦ
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
Dor. gen. of σύ, Epich.145, Sophr.84, Call.Cer.99, cf. A.D. Pron.75.16.
II τέου, gen. of τίς, Archil.95.
German (Pape)
[Seite 1092] ep. u. dor. gen. von σύ statt σοῦ, Callim. Cer. 99; s. Apoll. Dysc. de pron. p. 356.
Greek (Liddell-Scott)
τεοῦ: Ἐπικ. καὶ Δωρ. γενικ. τῆς ἀντωνυμ. σύ, Καλλ. εἰς Δήμ. 98, Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 356.
Greek Monolingual
(Α τεοῦ)
(δωρ. τ. γεν. εν. της προσ. αντων. β' προσ. σύ) βλ. εσύ.