θυμιατίζω
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
= θυμιάω, Gp.6.13.3:—Med., ib.6.12.1 θῡμι-ᾱτικός, ή, όν,
A good for burning as incense, σώματα Pl.Ti.61c.
German (Pape)
[Seite 1223] = θυμιάω, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμιᾱτίζω: μέλλ. -ίσω, = θυμιάω, Γεωπ. 6. 13, 2· τὸ μέσ. αὐτόθι 6. 12, 1.
Greek Monolingual
και θυμιάζω (Μ θυμιατίζω)
καίω θυμίαμα, λιβανίζω
νεοελλ.
μτφ. εγκωμιάζω, κολακεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμια-τός (< θυμιάω, -ώ) + κατάλ. -ίζω), πρβλ. ακουστίζω, μισητίζω].