ψεκτικός

From LSJ
Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεκτικός Medium diacritics: ψεκτικός Low diacritics: ψεκτικός Capitals: ΨΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: psektikós Transliteration B: psektikos Transliteration C: psektikos Beta Code: yektiko/s

English (LSJ)

ψεκτική, ψεκτικόν, censorious, Arist.Rh.Al.1421b9, Poll.5.117; τὸ-κόν Stoic.2.62. Adv. ψεκτικῶς Poll.5.118.

German (Pape)

[Seite 1392] zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ψεκτικός: ψέγω порицательный, хулительский (εἶδος λόγων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ψεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, μεμπτικός, φιλοκατήγορος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλεξ. 4. 1, Πολυδ. Ε΄, 118. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψεκτικός, -ή -όν, ΝΑ ψέκτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, επικριτικός
2. (για πρόσ.) φιλοκατήγορος.
επίρρ...
ψεκτικῶς Α
με επικριτικό τρόπο.