ἐπισκοτίζω
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
= ἐπισκοτέω, Plb.13.5.6 (Pass.), Lib.Decl. 48.38; to be overshadowed, Ps.-Democr.Symp.Ant.p.3 G.
German (Pape)
[Seite 980] (= ἐπισκοτέω), verfinstern, verdunkeln, ἡ ἀλήθεια ἐπισκοτισθεῖσα Pol. 13, 5, 6, vgl. 12, 15, 10.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκοτίζω: Polyb. = ἐπισκοτέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκοτίζω: ἐπισκοτέω, Πολύβ. 13. 5, 6, ἐν τῷ παθ.
Greek Monolingual
(AM ἐπισκοτίζω) σκοτίζω
1. ρίχνω σκιά σε κάτι
2. κάνω κάτι σκοτεινό, ασαφές, συγχέω («ὅμως ἐπεσκοτίσθη καὶ αὐτὸς ὑπὸ τοῦ φθόνου», Διογ.).