προσονομασία
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ἡ, naming, appellation, D.L. 7.108; Aeol. προσονῠμᾰσία IGRom.4.1302.17 (Cyme, i B.C./i A.D.).
German (Pape)
[Seite 774] ἡ, Benennung, D. L. 7, 107.
Russian (Dvoretsky)
προσονομᾰσία: ἡ наименование, прозвище Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
προσονομᾰσία: ἡ, τὸ προσονομάζειν, ὀνομασία, ὄνομα, Διογ. Λ. 7. 108· Αἰολ. προσονῠμᾰσία, Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 17.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και αιολ. τ. προσονυμασία Α προσονομάζω
νεοελλ.
1. η πρόσθετη ονομασία, προσωνυμία
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο παρατηρείται ομοιότητα ήχου στις λέξεις της ίδιας φράσης
αρχ.
το αποτέλεσμα του προσονομάζω, η απόδοση ονόματος σε κάποιον ή η κλήση του με ένα όνομα.