κωραλίσκος

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωρᾰλίσκος Medium diacritics: κωραλίσκος Low diacritics: κωραλίσκος Capitals: ΚΩΡΑΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kōralískos Transliteration B: kōraliskos Transliteration C: koraliskos Beta Code: kwrali/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κὼρος ( κοῦρος A), Hdn.Gr.2.926, Phot.; title of play by Epilycus.

German (Pape)

[Seite 1547] ὁ, nach Hdn. π. μον. λ. 20, 30 u. Phot. bei den Kretern = μειράκιον.

Greek (Liddell-Scott)

κωραλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κῶρος (ὅ ἐστι κοῦρος), Ἡρῳδ. π. μον. λέξ. 20. 30, Φώτ.· ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἐπιλύκου· πρβλ. ποσθαλίσκος.

Greek Monolingual

κωραλίσκος, ὁ (Α)
υποκορ. του κώρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶρος + επαυξημένη υποκορ. κατάλ. -αλίσκος, κατά τα αστραγαλ-ίσκος, πασσαλ-ίσκος].