πνιγετός
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Full diacritics: πνιγετός | Medium diacritics: πνιγετός | Low diacritics: πνιγετός | Capitals: ΠΝΙΓΕΤΟΣ |
Transliteration A: pnigetós | Transliteration B: pnigetos | Transliteration C: pnigetos | Beta Code: pnigeto/s |
ὁ, = πνῖγος, Ptol.Phas.p.63 H., Hsch. s.v. ἀγχόνη.
[Seite 641] ὁ, Schlinge zum Erwürgen, Hesych.
πνιγετός: -οῦ, ὁ, = πνῖγος, Πτολ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἀγχόνη.
ὁ, Α
το πνῑγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ. -ετός (πρβλ. παγετός, πυρετός)].