ταὐτίζω
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
use as synonymous, Eust.8.33, etc.; ἕν εἰσι καὶ ταὐτίζονται Procl. in Prm. (Suppl.) p.1008 S.
German (Pape)
[Seite 1074] zu Einem und Ebendemselben machen, als einerlei ansehen, tautologisch reden, Sp., bes. Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτίζω: (ἢ ταυτίοω) ἀντὶ τοῦ εἰς ἓν τάττω, «ἰστέον δὲ ὅτι τινὲς οὐχ, ὡς εἴρηται, ταυτίζουσι θυμὸν καὶ ὀργήν, ἀλλὰ διαφορὰς αὐτῶν οἴδασι» Εὐστ. 8. 33, κτλ.· ― ταυτισμός, ὁ, ταυτότης Νικήτ. Χρον. 199D. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 181.
Greek Monolingual
ταὐτίζω ΝΜΑ, και ταυτίσω Α ταὐτόν
καθιστώ κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω
νεοελλ.
μέσ. ταυτίζομαι
εξομοιώνομαι, είμαι ίδιος με κάποιον ή με κάτι άλλο («οι γνώμες μας ταυτίζονται»).