παλίνστροφος
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
παλίνστροφον, = παλίνστρεπτος, Opp.C.2.99; παλίστρ-, Sch. Ar.Nu.298.
German (Pape)
[Seite 450] = παλίνστρεπτος, auch παλίστροφος geschrieben; Opp. Cyn. 2, 99; γνώμη, Schol. Ar. Nubb. 298; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνστροφος: -ον, = παλίνστρεπτος, Ὀππ. Κυν. 2. 99, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 298.
Greek Monolingual
παλίνστροφος, -ον (ΑΜ, Α και παλίστροφος, -ον)
στραμμένος προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -στροφός (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. αγχίστροφος].