ψευδοφαής
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ψευδοφαές, shining with false, i.e. borrowed, light, of the moon, D.L.2.1.
German (Pape)
[Seite 1395] ές, = Folgdm, D. L. 2, 1.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοφαής: Diog. L. v.l. = ψευδοφανής.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοφαής: -ές, ὁ λάμπων διὰ ψευδοῦς φωτός, Διογ. Λαέρτ. 2. 1· οὕτω· ψευδοφᾰνής, ές, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 564, Ἀναξαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 892Α.
Greek Monolingual
-ές, Α
ψευδοφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -φαής (< φᾶος), πρβλ. ὀξυφαής].