λεπυρώδης
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
λεπυρώδες, = λεπυριώδης, Thphr. HP 1.6.7.
German (Pape)
[Seite 32] ες, = λεπυριώδης, von Zwiebelgewächsen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 c. λεπυριώδης;
2 couvert d'écailles.
Étymologie: λέπυρον, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
λεπῠρώδης: -ες, = λεπυριώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 7., 9. 9, 6.
Greek Monolingual
-ες (Α λεπυρώδης, -ες) αυτός που αποτελείται από πολλά αλλεπάλληλα λέπυρα.