ἐσηλυσίη
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ἡ, = εἰσέλευσις (entrance, arrival), AP9.625 (Maced.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
action d'entrer, entrée.
Étymologie: εἰς, ἐλεύσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσηλῠσίη: ἡ, = εἰσέλευσις, Ἀνθ. Π. 9. 625.
Greek Monotonic
ἐσηλῠσίη: ἡ, = εἰσέλευσις, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐσηλῠσίη, ἡ, = εἰσέλευσις, Anth.]