στολίδιον
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of στολίς, leather jerkin, Aen.Tact.29.4.
German (Pape)
[Seite 946] τό, dim. von στολίς, Aen. Tact. 29.
Greek (Liddell-Scott)
στολίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στολίς, Αἰν. Τακτ. 29.