ἀερονηχής
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ἀερονηχές, (νήχομαι) floating in air, ὀιωνοί Ar.Nu.337.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾱ-]
que flota en el aire οἰωνοί Ar.Nu.337.
German (Pape)
[Seite 42] ές, die Luft durchschwimmend, οἰωνοί Ar. Nub. 337.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui nage dans l'air.
Étymologie: ἀήρ, νήχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀερονηχής -ές ἀήρ, νήχω die in de lucht dobbert.
Russian (Dvoretsky)
ἀερονηχής: парящий в воздухе (οἰωνοί Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀερονηχής: -ές, (νήχομαι) ὁ νηχόμενος ἐν τῷ ἀέρι, περὶ τῶν νεφελῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 337.
Greek Monotonic
ἀερονηχής: -ές (νήχομαι), αυτός που (επι)πλέει στον αέρα, λέγεται για τα σύννεφα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[νήχομαι]
floating in air, of clouds, Ar.