κροκόμηλον
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
τό, conserve of quince and saffron, Alex.Trall.Febr.7.
German (Pape)
[Seite 1512] τό, Quitte, Alex. Trall.
Greek (Liddell-Scott)
κροκόμηλον: τό, μῖγμα κυδωνίων ἑφθῶν μετὰ κρόκου, Ἀλέξ. Τραλλ. 12. 773.
Greek Monolingual
κροκόμηλον, τὸ (AM)
μίγμα από κυδώνια βρασμένα με κρόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + μῆλον (πρβλ. κιτρόμηλον, ροδόμηλον)].