ποντοπλάνητος
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
[ᾰ], ον, roaming over the sea, Orph.H.38.5.
German (Pape)
[Seite 681] in od. auf dem Meere umherirrend, Orph. H. 37, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ποντοπλάνητος: [ᾰ], -ον, ὁ πλανώμενος ἀνὰ τὰς θαλάσσας, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πλανάται ανά τα πελάγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + πλανητός (< πλανῶμαι), πρβλ. θαλασσοπλάνητος].