πλησιαστής
From LSJ
Full diacritics: πλησιαστής | Medium diacritics: πλησιαστής | Low diacritics: πλησιαστής | Capitals: ΠΛΗΣΙΑΣΤΗΣ |
Transliteration A: plēsiastḗs | Transliteration B: plēsiastēs | Transliteration C: plisiastis | Beta Code: plhsiasth/s |
πλησιαστοῦ, ὁ, neighbour, Sch.rec.A.Pers.49.
πλησιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ πλησιάζων, γείτων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 49, Εὐστ. Πονημάτ. 260, 27.
ὁ, Μ πλησιάζω
1. αυτός που πλησιάζει
2. αυτός που διαμένει κοντά, ο γείτονας.