ἐκτορμέω
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
(τόρμη) turn from the way, Paus.Gr.Fr.310.
Spanish (DGE)
salirse del camino, extraviarse ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26.
German (Pape)
[Seite 782] (τορμή), vom geraden Wege abschweifen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτορμέω: (τόρμη) ἐξέρχομαι τῆς ὁδοῦ, παραστρατίζω, λοξοδρομῶ, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 598. 26.
Greek Monolingual
ἐκτορμέω (Α)
βγαίνω από τον δρόμο μου, λοξοδρομώ, παραστρατίζω, βγαίνω από τον ίσιο δρόμο.