δειματοποιός
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
δειματοποιόν, terrifying, Sch.E.Hec.70.
Spanish (DGE)
-όν que produce miedo, terrorífico Sch.E.Hec.70D.
German (Pape)
[Seite 537] = folgdm, Schol. Eur. Hec. 69.
Greek (Liddell-Scott)
δειματοποιός: -όν, προξενῶν φόβον, Σχ. Εὐρ. Ἑκ. 69 (πρβλ. δειματόω;)
Greek Monolingual
δειματοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (-τος) + -ποιός < ποιώ].