μεροποσπόρος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
μεροποσπόρον, begetting men, ὥρη Man.4.577.
German (Pape)
[Seite 135] ὥρη, Menschen säend, erzeugend, Maneth. 4, 577.
Greek (Liddell-Scott)
μεροποσπόρος: -ον, ὁ γεννῶν ἀνθρώπους, ὥρη Μανέθων 4. 577.
Greek Monolingual
μεροποσπόρος, -ον (Α)
αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ + -οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + σπόρος (πρβλ. παιδοσπόρος, πυρισπόρος)].