ἀνάλυτος

From LSJ
Revision as of 12:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλῠτος Medium diacritics: ἀνάλυτος Low diacritics: ανάλυτος Capitals: ΑΝΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: análytos Transliteration B: analytos Transliteration C: analytos Beta Code: a)na/lutos

English (LSJ)

ἀνάλυτον, dissoluble, soluble, Plot.4.7.2.

Spanish (DGE)

-ον
descomponible οἱ δὲ τοῦ Ἐπικούρου θεοί Origenes Cels.4.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλυτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀναλυθῇ, Πλωτῖν. 457Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος
2. ο άπλεκτος
3. ο αραιά υφασμένος
4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος
5. ο νερουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω.
ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάλυτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν διαλύθηκε, δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, ο άλειωτος
2. (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε ή δεν μπορεί να αποσυντεθεί, ο άλειωτος
αρχ.
αυτός. που μπορεί να αναλυθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνάλυτος < ἀναλύω, ενώ το νεοελλ. ανάλυτος < αναλυτός, με αρνητική σημασία από τον αναβιβασμό του τόνου].