ἄνιχθυς
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
υ, gen. υος, without fish, λίμνη Str.16.1.21.
Spanish (DGE)
-υ, gen. -υος que carece de peces λίμνη Str.16.1.21.
German (Pape)
[Seite 239] υος, fischarm, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνιχθυς: υ, γεν. -υος, ἄνευ ἰχθύων ἢ μετὰ ὀλίγων ἰχθύων, ἁλμυρὰν αὐτὴν (τὴν λίμνην) οὖσαν καὶ ἄνιχθυν Στράβ. 746.
Greek Monolingual
ἄνιχθυς, -υ (Α)
(για ποταμούς ή λίμνες) αυτός που δεν έχει ψάρια.