συγκαλλύνω
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
sweep up together, Arist.Pr.936b27.
German (Pape)
[Seite 964] zusammen kchren, scgen, Arist. probl. 24, 9, τὰ διαῤῥιπτόμενα.
Russian (Dvoretsky)
συγκαλλύνω: (ῡ) сметать, сгребать вместе (τὸ διαρριπτούμενον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκαλλύνω: καλλύνω, σαρώνω ὁμοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· πρβλ. καλλύνω.
Greek Monolingual
Α
σαρώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καλλύνω «ευτρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω» (< κάλλος, τὸ)].