ὀξυωπίας
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
-ου, ὁ, one who sees sharply, Poll.2.51.
German (Pape)
[Seite 355] ὁ, der scharf Sehende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυωπίας: -ου, ὁ, ὁ ὀξέως ὁρῶν, ὀξυδερκής, Πολυδ. Β΄, 51.
Greek Monolingual
ὀξυωπίας, -ου, ὁ (Α)
αυτός που έχει δυνατή όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυωπός / ὀξυωπής + κατάλ. -ίας (πρβλ. μυωπίας)].