καιροτηρησία
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ἡ, v. sub καιροτηρέω, Aristeas270.
Greek Monolingual
καιροτηρησία, ἡ (Α)
ο καιροσκοπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -τηρησία (< -τηρητής < τηρῶ), πρβλ. τοποτηρησία].